- συγκλητικός
- -ή, -ό / συγκλητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σύγκλητος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» — τα μέλη τής ρωμαϊκής συγκλήτου)2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικόςμέλος τής ρωμαϊκής συγκλήτου3. φρ. α) «συγκλητικὸ(ν) δόγμα»ρωμ. δίκ. απόφανση τής συγκλήτου επί ερωτήματος τού άρχοντοςβ) «συγκλητική επαρχία» — υποδιαίρεση τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με επικεφαλής έναν διατελέσαντα πραίτωρανεοελλ.1. ο σχετικός με τη σύγκλητο ανώτατης σχολής2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. μέλος τής συγκλήτου τού πανεπιστημίουαρχ.φρ. «συγκλητικὸν μέλος» — προσκλητήριο μέλος τής συγκλήτου.επίρρ...συγκλητικῶς Μκατά τον τρόπο τών συγκλητικών.
Dictionary of Greek. 2013.